Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάβαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατάσταση
-
κατάδυση
-
μετάβαση
-
κατάθεση
-
κατάκτηση
-
κατάχρηση
-
κατάρτιση
-
κατάπαυση
-
κατάργηση
-
κατάσχεση
)
Συνώνυμα
προσγείωση
κατέβασμα
καθόδος
3
Αντώνυμα
ανάβαση
αναχώρηση
απογείωση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία του να κατεβαίνει κάποιος ή κάτι από ψηλότερο σε χαμηλότερο σημείο.
Η μετακίνηση από ψηλότερο σε χαμηλότερο επίπεδο, τόπο ή θέση.
Σε μεταφορική έννοια, η υποχώρηση ή η εξασθένηση.
3
Παραδείγματα
Η κατάβαση από το βουνό ήταν εξαντλητική.
Η κατάβαση της θερμοκρασίας έδειξε βελτίωση στις καιρικές συνθήκες.
Η κατάβαση του ηλίου ήταν εντυπωσιακή.
3