Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάχρηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατάργηση
-
κατάκτηση
-
καταχώρηση
-
καταμέτρηση
-
κατάδυση
-
κατάβαση
-
κατάθεση
)
Συνώνυμα
κακοποίηση
υπερβολή
κατάχρηση εξουσίας
3
Αντώνυμα
σωστή χρήση
μέτρο
ευθύνη
3
Ορισμός
Η χρήση κάτι με τρόπο που είναι επιβλαβής, παράνομος ή υπερβολικός.
Η υπερβολική ή ακατάλληλη χρήση μιας ουσίας, ιδίως ναρκωτικών ή αλκοόλ.
Η εκμετάλλευση μιας θέσης εξουσίας ή εμπιστοσύνης.
3
Παραδείγματα
Η κατάχρηση αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Η κατάχρηση εξουσίας από τους πολιτικούς είναι ένα σοβαρό ζήτημα.
Η κατάχρηση των φυσικών πόρων έχει καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον.
3