1. Λέξη
    κατάχρηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατάργηση - κατάκτηση - καταχώρηση - καταμέτρηση - κατάδυση - κατάβαση - κατάθεση)
  2. Συνώνυμα
    • κακοποίηση
    • υπερβολή
    • κατάχρηση εξουσίας
    3
  3. Αντώνυμα
    • σωστή χρήση
    • μέτρο
    • ευθύνη
    3
  4. Ορισμός
    • Η χρήση κάτι με τρόπο που είναι επιβλαβής, παράνομος ή υπερβολικός.
    • Η υπερβολική ή ακατάλληλη χρήση μιας ουσίας, ιδίως ναρκωτικών ή αλκοόλ.
    • Η εκμετάλλευση μιας θέσης εξουσίας ή εμπιστοσύνης.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η κατάχρηση αλκοόλ μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
    • Η κατάχρηση εξουσίας από τους πολιτικούς είναι ένα σοβαρό ζήτημα.
    • Η κατάχρηση των φυσικών πόρων έχει καταστροφικές συνέπειες για το περιβάλλον.
    3