Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάλοιπο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατάλογος
-
κατάληξη
-
κατάλυμα
-
κατάληψη
)
Συνώνυμα
υπόλοιπο
απομεινάρι
κατάλειμμα
3
Αντώνυμα
ολότητα
πλήρωμα
2
Ορισμός
Αυτό που μένει μετά την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας ή τη χρήση ενός πράγματος.
Το ποσό που απομένει μετά την εκτέλεση μιας πράξης, όπως μιας αφαίρεσης ή μιας διαίρεσης.
2
Παραδείγματα
Τα κατάλοιπα του γεύματος πετάχτηκαν.
Το κατάλοιπο της διαίρεσης ήταν μηδέν.
2