1. Λέξη
    κατάλοιπο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατάλογος - κατάληξη - κατάλυμα - κατάληψη)
  2. Συνώνυμα
    • υπόλοιπο
    • απομεινάρι
    • κατάλειμμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • ολότητα
    • πλήρωμα
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτό που μένει μετά την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας ή τη χρήση ενός πράγματος.
    • Το ποσό που απομένει μετά την εκτέλεση μιας πράξης, όπως μιας αφαίρεσης ή μιας διαίρεσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα κατάλοιπα του γεύματος πετάχτηκαν.
    • Το κατάλοιπο της διαίρεσης ήταν μηδέν.
    2