1. Λέξη
    κατάλυμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατάληξη - κατάληψη - κατάλογος - κατάλληλα - κατάλοιπο - κατάστημα)
  2. Συνώνυμα
    • ξενοδοχείο
    • πανσιόν
    • διαμονή
    • καταγωγείο
    4
  3. Αντώνυμα
    • αστέγαστος
    • απροστάτευτος
    2
  4. Ορισμός
    • Μέρος όπου μπορεί κάποιος να μείνει προσωρινά, συνήθως κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού.
    • Κτίριο ή χώρος που προσφέρει υπηρεσίες φιλοξενίας για ταξιδιώτες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Βρήκαμε ένα όμορφο κατάλυμα στην Πάτρα για να περάσουμε τη νύχτα.
    • Το νέο κατάλυμα στην παραλία προσφέρει άνετες και οικονομικές διαμονές.
    2