Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατάρτι
-
κατάργηση
-
κατάρτιση
-
κατάρρευση
)
Συνώνυμα
αρά
επίρρημα
φθορά
3
Αντώνυμα
ευχή
ευλογία
εξορκισμός
3
Ορισμός
Εκφρασμένη επιθυμία για να πάθει κακός κάποιος.
Λόγια ή ενέργειες που θεωρούνται ότι προκαλούν κακό ή δυστυχία σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά έριξε κατάρα στον εχθρό της.
Οι καταραμένες συνθήκες ζωής τους έκαναν να φύγουν από το χωριό.
2