1. Λέξη
    κατάρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατάρτι - κατάργηση - κατάρτιση - κατάρρευση)
  2. Συνώνυμα
    • αρά
    • επίρρημα
    • φθορά
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευχή
    • ευλογία
    • εξορκισμός
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφρασμένη επιθυμία για να πάθει κακός κάποιος.
    • Λόγια ή ενέργειες που θεωρούνται ότι προκαλούν κακό ή δυστυχία σε κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά έριξε κατάρα στον εχθρό της.
    • Οι καταραμένες συνθήκες ζωής τους έκαναν να φύγουν από το χωριό.
    2