1. Λέξη
    κατάρρευση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατάδυση - κατάρτιση - κατάπαυση - κατάργηση - κατάρα - κατάρτι)
  2. Συνώνυμα
    • πτώση
    • κατάρριψη
    • καταστροφή
    • συντριβή
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανάκαμψη
    • ανοδος
    • εξέλιξη
    • επιτυχία
    4
  4. Ορισμός
    • Η πράξη ή το αποτέλεσμα του να καταρρέει κάτι, να πέφτει ή να καταστρέφεται.
    • Μια ξαφνική και δραματική μείωση ή αποτυχία, όπως στην οικονομία ή στην υγεία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κατάρρευση της γέφυρας προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση.
    • Μετά την κατάρρευση της εταιρείας, πολλοί εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι.
    2