Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατάρρευση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατάδυση
-
κατάρτιση
-
κατάπαυση
-
κατάργηση
-
κατάρα
-
κατάρτι
)
Συνώνυμα
πτώση
κατάρριψη
καταστροφή
συντριβή
4
Αντώνυμα
ανάκαμψη
ανοδος
εξέλιξη
επιτυχία
4
Ορισμός
Η πράξη ή το αποτέλεσμα του να καταρρέει κάτι, να πέφτει ή να καταστρέφεται.
Μια ξαφνική και δραματική μείωση ή αποτυχία, όπως στην οικονομία ή στην υγεία.
2
Παραδείγματα
Η κατάρρευση της γέφυρας προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση.
Μετά την κατάρρευση της εταιρείας, πολλοί εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι.
2