1. Λέξη
    κατάρτι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατάρτιση - κατάρα - κατάργηση - κατάρρευση)
  2. Συνώνυμα
    • εκπαίδευση
    • προετοιμασία
    • μόρφωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγραμματοσύνη
    • αμάθεια
    2
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία εκπαίδευσης ή προετοιμασίας ενός ατόμου για μια συγκεκριμένη εργασία ή δραστηριότητα.
    • Το σύνολο των γνώσεων και δεξιοτήτων που έχει αποκτήσει κάποιος μέσω εκπαίδευσης ή εμπειρίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κατάρτιση του προσωπικού είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική λειτουργία της εταιρείας.
    • Μετά από χρόνια κατάρτισης, ο αθλητής ήταν έτοιμος για τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
    2