Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταγωγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταταγώ
-
αγωγή
-
καταγράψω
-
καταγώγιο
-
καταγράφω
-
καταγραφή
)
Συνώνυμα
προέλευση
ρίζα
γένεση
3
Αντώνυμα
κατάληξη
τέλος
αποτέλεσμα
3
Ορισμός
Η αρχή ή η πηγή από την οποία προέρχεται κάποιος ή κάτι.
Η ιστορική ή γενετική προέλευση μιας οικογένειας ή ενός ατόμου.
2
Παραδείγματα
Η καταγωγή της οικογένειάς μου είναι από την Κρήτη.
Μελετάμε την καταγωγή των λέξεων για να κατανοήσουμε την εξέλιξη της γλώσσας.
2