1. Συνώνυμα
    • ακολουθώ
    • κυνηγώ
    • επιδιώκω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • εγκαταλείπω
    • αποφεύγω
    3
  3. Ορισμός
    • Να ακολουθώ κάποιον ή κάτι με σκοπό να τον/την συλλάβω ή να τον/την φτάσω.
    • Να επιδιώκω με επιμονή έναν στόχο ή ένα όφελος.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η αστυνομία καταδίωξε τον κλέφτη μέχρι που τον συνέλαβε.
    • Καταδιώκει την επιτυχία με όλη του τη δύναμη.
    2