Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταδιώκω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταδικάσω
-
καταδικάζω
-
καταδικαστώ
-
καταδίδω
-
καταδίκη
-
καταδώσω
-
καταδιωκτικό
)
Συνώνυμα
ακολουθώ
κυνηγώ
επιδιώκω
3
Αντώνυμα
αφήνω
εγκαταλείπω
αποφεύγω
3
Ορισμός
Να ακολουθώ κάποιον ή κάτι με σκοπό να τον/την συλλάβω ή να τον/την φτάσω.
Να επιδιώκω με επιμονή έναν στόχο ή ένα όφελος.
2
Παραδείγματα
Η αστυνομία καταδίωξε τον κλέφτη μέχρι που τον συνέλαβε.
Καταδιώκει την επιτυχία με όλη του τη δύναμη.
2