Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταρράκτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταψύκτης
-
καταρρέω
-
καταλύτης
-
καταδότης
-
καταρρίπτω
)
Συνώνυμα
καταρράκτης
νερόμπογια
καταρρακτώδης ροή
3
Αντώνυμα
ρεύμα
αβαής ροή
2
Ορισμός
Μια μεγάλη ποσότητα νερού που πέφτει από ύψος, συνήθως σε ένα ποτάμι ή ρεύμα.
Κάτι που μοιάζει με καταρράκτη, όπως μια μεγάλη ποσότητα από αντικείμενα ή πληροφορίες.
2
Παραδείγματα
Ο καταρράκτης ήταν εντυπωσιακός με το νερό να πέφτει από μεγάλο ύψος.
Μια καταρρακτώδης ροή πληροφοριών έφτασε μετά την ανακοίνωση.
2