1. Λέξη
    καταρράκτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καταψύκτης - καταρρέω - καταλύτης - καταδότης - καταρρίπτω)
  2. Συνώνυμα
    • καταρράκτης
    • νερόμπογια
    • καταρρακτώδης ροή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ρεύμα
    • αβαής ροή
    2
  4. Ορισμός
    • Μια μεγάλη ποσότητα νερού που πέφτει από ύψος, συνήθως σε ένα ποτάμι ή ρεύμα.
    • Κάτι που μοιάζει με καταρράκτη, όπως μια μεγάλη ποσότητα από αντικείμενα ή πληροφορίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο καταρράκτης ήταν εντυπωσιακός με το νερό να πέφτει από μεγάλο ύψος.
    • Μια καταρρακτώδης ροή πληροφοριών έφτασε μετά την ανακοίνωση.
    2