Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταναλωτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταναλώνω
-
κατασκηνωτής
-
κατακτητής
)
Συνώνυμα
αγοραστής
πελάτης
χρήστης
3
Αντώνυμα
πωλητής
προμηθευτής
παραγωγός
3
Ορισμός
Πρόσωπο που αγοράζει ή χρησιμοποιεί αγαθά ή υπηρεσίες.
Όποιος καταναλώνει προϊόντα για προσωπική του χρήση.
2
Παραδείγματα
Ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να επιστρέψει ένα ελαττωματικό προϊόν.
Οι καταναλωτές πρέπει να ενημερώνονται για τα δικαιώματά τους.
2