1. Λέξη
    καταναλώνω (ρήμα) - (παρόμοια: καταναλωτής - κατανοώ - καταντώ - κατασκηνώνω)
  2. Συνώνυμα
    • καταχρώμαι
    • δαπανώ
    • σπαταλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • εξοικονομώ
    • φυλάω
    • συγκεντρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Χρησιμοποιώ ή καταστρέφω κάτι, ιδιαίτερα πόρους ή προϊόντα, με γρήγορο ή ασύστολο τρόπο.
    • Καταστρέφω ή εξαντλώ κάτι με την υπερβολική χρήση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η βιομηχανία καταναλώνει τεράστιες ποσότητες ενέργειας κάθε χρόνο.
    • Προσπαθώ να μην καταναλώνω τόση πλαστική συσκευασία για να προστατεύω το περιβάλλον.
    2