Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταναλώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταναλωτής
-
κατανοώ
-
καταντώ
-
κατασκηνώνω
)
Συνώνυμα
καταχρώμαι
δαπανώ
σπαταλώ
3
Αντώνυμα
εξοικονομώ
φυλάω
συγκεντρώνω
3
Ορισμός
Χρησιμοποιώ ή καταστρέφω κάτι, ιδιαίτερα πόρους ή προϊόντα, με γρήγορο ή ασύστολο τρόπο.
Καταστρέφω ή εξαντλώ κάτι με την υπερβολική χρήση.
2
Παραδείγματα
Η βιομηχανία καταναλώνει τεράστιες ποσότητες ενέργειας κάθε χρόνο.
Προσπαθώ να μην καταναλώνω τόση πλαστική συσκευασία για να προστατεύω το περιβάλλον.
2