1. Λέξη
    κατασκηνωτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατασκηνώνω - κατασκευαστής - καταναλωτής - κατασκευή)
  2. Συνώνυμα
    • καταυλιστής
    • σκηνώτης
    • επαυλιστής
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσκηνωτής
    • απομακρυνόμενος
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που κατασκηνώνει, που στήνει σκηνή σε έναν τόπο.
    • Πρόσωπο που διαμένει προσωρινά σε κατασκήνωση ή σε στρατόπεδο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι κατασκηνωτές έστησαν τις σκηνές τους κοντά στη λίμνη.
    • Κάθε καλοκαίρι, πολλοί κατασκηνωτές επισκέπτονται το εθνικό πάρκο.
    2