Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατασκηνωτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατασκηνώνω
-
κατασκευαστής
-
καταναλωτής
-
κατασκευή
)
Συνώνυμα
καταυλιστής
σκηνώτης
επαυλιστής
3
Αντώνυμα
αποσκηνωτής
απομακρυνόμενος
2
Ορισμός
Αυτός που κατασκηνώνει, που στήνει σκηνή σε έναν τόπο.
Πρόσωπο που διαμένει προσωρινά σε κατασκήνωση ή σε στρατόπεδο.
2
Παραδείγματα
Οι κατασκηνωτές έστησαν τις σκηνές τους κοντά στη λίμνη.
Κάθε καλοκαίρι, πολλοί κατασκηνωτές επισκέπτονται το εθνικό πάρκο.
2