Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατασκηνώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
κατασκηνωτής
-
κατασκευή
-
καταναλώνω
-
κατασκοπία
)
Συνώνυμα
εγκαθιστώ
στρατοπεδεύω
εγκατασταθώ
3
Αντώνυμα
αποχωρώ
αναχωρώ
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Εγκαθίσταμαι σε έναν τόπο, συνήθως προσωρινά.
Στρώνω τη σκηνή μου σε έναν χώρο για να μείνω εκεί για κάποιο διάστημα.
2
Παραδείγματα
Οι κατασκηνωτές αποφάσισαν να κατασκηνώσουν κοντά στη λίμνη για το σαββατοκύριακο.
Κάθε καλοκαίρι, η οικογένειά μας κατασκηνώνει στο βουνό για δύο εβδομάδες.
2