1. Λέξη
    κατασκηνώνω (ρήμα) - (παρόμοια: κατασκηνωτής - κατασκευή - καταναλώνω - κατασκοπία)
  2. Συνώνυμα
    • εγκαθιστώ
    • στρατοπεδεύω
    • εγκατασταθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχωρώ
    • αναχωρώ
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Εγκαθίσταμαι σε έναν τόπο, συνήθως προσωρινά.
    • Στρώνω τη σκηνή μου σε έναν χώρο για να μείνω εκεί για κάποιο διάστημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι κατασκηνωτές αποφάσισαν να κατασκηνώσουν κοντά στη λίμνη για το σαββατοκύριακο.
    • Κάθε καλοκαίρι, η οικογένειά μας κατασκηνώνει στο βουνό για δύο εβδομάδες.
    2