1. Λέξη
    καταντάω (ρήμα) - (παρόμοια: καταντώ - κατανοώ - κατανομή - κατανόηση - κατανοήσω)
  2. Συνώνυμα
    • φτάνω
    • έρχομαι
    • αφικνούμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • φεύγω
    • αποχωρώ
    • απομακρύνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • 1. Φτάνω σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή κατάσταση.
    • 2. Ολοκληρώνω ένα ταξίδι ή μια διαδρομή.
    • 3. Φτάνω σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή στάδιο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από ώρες οδήγησης, καταντάμε στο χωριό.
    • Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε συμφωνία.
    • Η εργασία του καταντά σε υψηλά επίπεδα ποιότητας.
    3