Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατανόηση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καταχώρηση
-
κατανάλωση
-
καταπάτηση
-
καταντώ
-
κατανοώ
-
καταμέτρηση
-
καταντάω
-
κατανομή
-
καταπολέμηση
)
Συνώνυμα
κατανοητικότητα
κατανόηση
κατανόηση
κατανόηση
4
Αντώνυμα
ακατανόητο
ασάφεια
ακατανόητο
3
Ορισμός
Η ικανότητα να κατανοείς ή να αντιλαμβάνεσαι κάτι.
Η διαδικασία της κατανόησης ή της αποκρυπτογράφησης πληροφοριών.
2
Παραδείγματα
Η κατανόηση του κειμένου ήταν εύκολη μετά την εξήγηση του δασκάλου.
Η κατανόηση των μαθηματικών απαιτεί συγκέντρωση και εξάσκηση.
2