1. Λέξη
    κατασκήνωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατασχέση - κατασκευή - κατασκοπία - κατανάλωση)
  2. Συνώνυμα
    • στρατόπεδο
    • καταυλισμός
    • εγκατάσταση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποχώρηση
    • αποσύνθεση
    • διαλύση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να εγκαθιστά κάποιος ένα στρατόπεδο ή έναν καταυλισμό.
    • Η τοποθέτηση σε συγκεκριμένο σημείο για παραμονή ή διαμονή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κατασκήνωση των στρατιωτών έγινε κοντά στο ποτάμι.
    • Οι προσκόποι οργάνωσαν μια κατασκήνωση στο δάσος για το Σαββατοκύριακο.
    2