Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατασκήνωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατασχέση
-
κατασκευή
-
κατασκοπία
-
κατανάλωση
)
Συνώνυμα
στρατόπεδο
καταυλισμός
εγκατάσταση
3
Αντώνυμα
αποχώρηση
αποσύνθεση
διαλύση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να εγκαθιστά κάποιος ένα στρατόπεδο ή έναν καταυλισμό.
Η τοποθέτηση σε συγκεκριμένο σημείο για παραμονή ή διαμονή.
2
Παραδείγματα
Η κατασκήνωση των στρατιωτών έγινε κοντά στο ποτάμι.
Οι προσκόποι οργάνωσαν μια κατασκήνωση στο δάσος για το Σαββατοκύριακο.
2