Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατασκευή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατασκευάσω
-
κατασκευάζω
-
ανακατασκευή
-
κατασκευαστής
-
κατασκευάζομαι
-
κατασκευαστικός
-
κατασκεύασμα
-
κατασκοπία
-
κατασκηνώνω
-
κατασκοπεύω
-
κατασκοπεία
-
κατασκήνωση
-
καταστεί
-
διασκευή
-
κατασκηνωτής
)
Συνώνυμα
δομή
χτίσιμο
συντήρηση
σύσταση
4
Αντώνυμα
καταστροφή
αποδόμηση
εξαφάνιση
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της δημιουργίας κάτι, συνήθως αναφέρεται σε κτίρια, μηχανήματα ή άλλα φυσικά αντικείμενα.
Η οργάνωση και η δομή ενός συστήματος ή μιας θεωρίας.
2
Παραδείγματα
Η κατασκευή του νέου γεφυριού θα ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια.
Η κατασκευή της πρότασης ήταν πολύπλοκη και απαιτούσε προσεκτική ανάλυση.
2