Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατασκοπία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατασκοπεία
-
κατασκοπεύω
-
αντικατασκοπία
-
κατασκευή
-
κατασκήνωση
-
κατασκηνώνω
-
κατασκευάζω
-
κατασκευάσω
)
Συνώνυμα
κατασκοπεία
κατασκόπευση
παρακολούθηση
3
Αντώνυμα
αμέλεια
απροσεξία
αδιαφορία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία της συλλογής πληροφοριών κρυφά, συχνά για στρατιωτικούς ή πολιτικούς σκοπούς.
Η δραστηριότητα παρακολούθησης ή παρατήρησης κρυφά.
2
Παραδείγματα
Η κατασκοπία αποτελεί κρίσιμο στοιχείο των μυστικών υπηρεσιών.
Κατηγορήθηκε για κατασκοπία μετά την ανακάλυψη ευαίσθητων εγγράφων στην κατοχή του.
2