1. Λέξη
    κατασκοπεύω (ρήμα) - (παρόμοια: κατασκοπεία - κατασκοπία - σκοπεύω - κατασκευή)
  2. Συνώνυμα
    • παρακολουθώ
    • παρατηρώ
    • κρυφακούω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • αφήνω
    • αμελώ
    3
  4. Ορισμός
    • Παρακολουθώ κρυφά κάποιον ή κάτι για να συλλέξω πληροφορίες.
    • Ερευνώ ή εξετάζω κρυφά μια κατάσταση ή έναν τόπο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κατάσκοπος κατασκόπευε τις κινήσεις του εχθρού.
    • Η δημοσιογράφος κατασκόπευε τη συζήτηση για να πάρει αποκλειστικό ρεπορτάζ.
    2