1. Λέξη
    καταστραφούμε (ρήμα) - (παρόμοια: καταστραφώ - καταστροφή - καταστρέφω - καταστρέψω - καταστεί)
  2. Συνώνυμα
    • καταστρέφομαι
    • εξοντώνομαι
    • χαλώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • διασώζομαι
    • επιβιώνω
    • ανακάμπτω
    3
  4. Ορισμός
    • να υποστώ καταστροφή ή ολοκληρωτική φθορά
    • να χάσω την ύπαρξή μου ή την ακεραιότητά μου
    • να βρεθώ σε κατάσταση αφανισμού
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταστραφούμε από την κλιματική αλλαγή.
    • Ολόκληρες πόλεις καταστράφηκαν από τον σεισμό.
    • Η επιχείρησή του καταστράφηκε λόγω κακής διαχείρισης.
    3