Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταστραφούμε (ρήμα) - (παρόμοια:
καταστραφώ
-
καταστροφή
-
καταστρέφω
-
καταστρέψω
-
καταστεί
)
Συνώνυμα
καταστρέφομαι
εξοντώνομαι
χαλώ
3
Αντώνυμα
διασώζομαι
επιβιώνω
ανακάμπτω
3
Ορισμός
να υποστώ καταστροφή ή ολοκληρωτική φθορά
να χάσω την ύπαρξή μου ή την ακεραιότητά μου
να βρεθώ σε κατάσταση αφανισμού
3
Παραδείγματα
Αν συνεχίσουμε έτσι, θα καταστραφούμε από την κλιματική αλλαγή.
Ολόκληρες πόλεις καταστράφηκαν από τον σεισμό.
Η επιχείρησή του καταστράφηκε λόγω κακής διαχείρισης.
3