Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταστεί (ρήμα) - (παρόμοια:
καταστήσω
-
καταστολή
-
καταστρέψω
-
καταστραφώ
-
καταστροφή
-
καταστρέφω
-
καταστατικό
-
καταστροφέας
-
καταστρέψεις
-
κατασχεθώ
-
κατασχέτω
-
κατασχέσω
-
κατασκευή
-
κατασχέση
-
καταστρέφομαι
-
καταστραφούμε
-
καταστροφικός
-
κατασκευαστής
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
εξοντώνω
χαλώ
3
Αντώνυμα
αποκαθιστώ
επισκευάζω
σώζω
3
Ορισμός
Να προκαλώ την πλήρη καταστροφή ή την απώλεια κάποιου πράγματος.
Να φέρω κάποιον ή κάτι σε πολύ κακή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Ο σεισμός κατέστρεψε πολλά κτίρια στην πόλη.
Η κακή διαχείριση κατέστρεψε την εταιρεία.
2