1. Συνώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • εξοντώνω
    • αφανίζω
    4
  2. Αντώνυμα
    • δημιουργώ
    • ανορθώνω
    • επισκευάζω
    • διατηρώ
    4
  3. Ορισμός
    • Να υποστώ καταστροφή, να χαθώ πλήρως.
    • Να γίνω θύμα καταστροφής ή να εξοντωθώ.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η πόλη καταστράφηκε από τον σεισμό.
    • Οι καλλιέργειες καταστράφηκαν από την πλημμύρα.
    2