Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταστραφώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καταστραφούμε
-
αυτοκαταστραφώ
-
καταστροφή
-
καταστρέφω
-
καταστρέψω
-
καταστεί
-
καταστρέψεις
-
καταστροφέας
-
καταστήσω
-
καταστολή
-
καταστρέφομαι
-
καταστροφικός
-
καταστρέφονται
-
καταστατικό
)
Συνώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
εξοντώνω
αφανίζω
4
Αντώνυμα
δημιουργώ
ανορθώνω
επισκευάζω
διατηρώ
4
Ορισμός
Να υποστώ καταστροφή, να χαθώ πλήρως.
Να γίνω θύμα καταστροφής ή να εξοντωθώ.
2
Παραδείγματα
Η πόλη καταστράφηκε από τον σεισμό.
Οι καλλιέργειες καταστράφηκαν από την πλημμύρα.
2