1. Συνώνυμα
    • εξολοθρεύω
    • αφανίζω
    • χαλώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • δημιουργώ
    • ανοικοδομώ
    • συντηρώ
    3
  3. Ορισμός
    • Προκαλώ την πλήρη φθορά ή την εξαφάνιση κάτι.
    • Εξουδετερώνω ή καταστρέφω εντελώς κάτι.
    • Προκαλώ μεγάλη ζημιά ή καταστροφή σε κάτι.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η πυρκαγιά κατέστρεψε ολόκληρο το δάσος.
    • Ο πόλεμος κατέστρεψε πολλές πόλεις.
    • Η κακή διαχείριση κατέστρεψε την εταιρεία.
    3