Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταστρέφω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταστρέψω
-
καταστρέφομαι
-
καταστρέφονται
-
καταστρέψεις
-
καταστραφώ
-
καταστροφή
-
καταστεί
-
καταστροφέας
-
καταστολή
-
καταστήσω
-
καταστραφούμε
-
καταστροφικός
-
στρέφω
-
καταστατικό
)
Συνώνυμα
εξολοθρεύω
αφανίζω
χαλώ
3
Αντώνυμα
δημιουργώ
ανοικοδομώ
συντηρώ
3
Ορισμός
Προκαλώ την πλήρη φθορά ή την εξαφάνιση κάτι.
Εξουδετερώνω ή καταστρέφω εντελώς κάτι.
Προκαλώ μεγάλη ζημιά ή καταστροφή σε κάτι.
3
Παραδείγματα
Η πυρκαγιά κατέστρεψε ολόκληρο το δάσος.
Ο πόλεμος κατέστρεψε πολλές πόλεις.
Η κακή διαχείριση κατέστρεψε την εταιρεία.
3