Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταφέρνω (ρήμα) - (παρόμοια:
καταφέρω
-
καταφθάνω
-
καταπίνω
)
Συνώνυμα
επιτυγχάνω
κατορθώνω
πετυχαίνω
3
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
χάνω
2
Ορισμός
Να πετυχαίνω κάτι που επιδιώκω ή να ολοκληρώνω με επιτυχία μια δυσκολία.
Να καταφέρνω να κάνω κάτι παρά τις δυσκολίες.
2
Παραδείγματα
Κατάφερε να περάσει τις εξετάσεις παρά τις δυσκολίες.
Ποτέ δεν πίστευα ότι θα καταφέρει να φτιάξει το αυτοκίνητο μόνος του.
2