Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειδωμένο (επίθετο) - (παρόμοια:
κλειδωμένος
-
κλειδί
-
κλεισμένος
)
Συνώνυμα
κλεισμένο
ασφαλισμένο
2
Αντώνυμα
ανοιχτό
ξεκλείδωτο
2
Ορισμός
Είναι κάτι που έχει κλειδωθεί και δεν μπορεί να ανοίξει χωρίς το κατάλληλο κλειδί ή κωδικό.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση που δεν επιτρέπει πρόσβαση ή αλλαγή.
2
Παραδείγματα
Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσαμε να μπούμε μέσα.
Το κινητό μου είναι κλειδωμένο με κωδικό για ασφάλεια.
2