1. Συνώνυμα
    • κλειστός
    • αποκλεισμένος
    • φραγμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ανοιχτός
    • ελεύθερος
    • προσβάσιμος
    3
  3. Ορισμός
    • Που δεν είναι ανοιχτός, που έχει κλείσει.
    • Που δεν επιτρέπεται η είσοδος ή η πρόσβαση.
    • Που είναι περιορισμένος ή απομονωμένος.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η πόρτα είναι κλεισμένη, δεν μπορούμε να μπούμε.
    • Ο δρόμος είναι κλεισμένος λόγω εργασιών.
    • Μετά την επιχείρηση, ο ασθενής έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιό του για μερικές μέρες.
    3