Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλεισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αποκλεισμένος
-
κλειδωμένος
-
πεισμένος
-
κλεμμένος
-
πεπεισμένος
-
κερδισμένος
-
κοιμισμένος
-
καθορισμένος
-
κανονισμένος
-
σκισμένος
-
χτισμένος
-
εθισμένος
-
ορισμένος
-
φημισμένος
-
χωρισμένος
-
βασισμένος
-
καλεσμένος
-
φοβισμένος
-
οργισμένος
-
κλειδωμένο
-
ραγισμένος
-
οπλισμένος
-
ζαλισμένος
-
καμένος
-
κλειστό
-
κουρασμένος
-
τσατισμένος
-
φορτισμένος
-
σκονισμένος
-
κρεμασμένος
-
μαυρισμένος
)
Συνώνυμα
κλειστός
αποκλεισμένος
φραγμένος
3
Αντώνυμα
ανοιχτός
ελεύθερος
προσβάσιμος
3
Ορισμός
Που δεν είναι ανοιχτός, που έχει κλείσει.
Που δεν επιτρέπεται η είσοδος ή η πρόσβαση.
Που είναι περιορισμένος ή απομονωμένος.
3
Παραδείγματα
Η πόρτα είναι κλεισμένη, δεν μπορούμε να μπούμε.
Ο δρόμος είναι κλεισμένος λόγω εργασιών.
Μετά την επιχείρηση, ο ασθενής έμεινε κλεισμένος στο δωμάτιό του για μερικές μέρες.
3