Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειδί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλειδώσω
-
κλειδώση
-
κλειδώνω
-
κλειδαράς
-
κλειδαριά
-
κλειδωμένο
-
κλειστό
-
κλειδώνομαι
-
κλειδωμένος
)
Συνώνυμα
κωδικός
ανοιχτήρι
κλειδαριά
3
Αντώνυμα
κλείδωμα
κλειδαριά
2
Ορισμός
Μικρό μεταλλικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα ή το κλείδωμα μιας κλειδαριάς.
Στοιχείο που επιτρέπει την πρόσβαση σε πληροφορίες ή συστήματα, όπως ένας κωδικός πρόσβασης.
Σημαντικό στοιχείο ή παράγοντας που οδηγεί στην επίλυση ενός προβλήματος ή στην κατανόηση μιας κατάστασης.
3
Παραδείγματα
Ξέχασα το κλειδί στο σπίτι και δεν μπορώ να ανοίξω την πόρτα.
Ο κωδικός πρόσβασης είναι το κλειδί για την είσοδο στο σύστημα.
Η υπομονή είναι το κλειδί της επιτυχίας.
3