1. Λέξη
    κλειδωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: κλειδωμένο - κλεισμένος - κλεμμένος - κλειδί - καρφωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • κλεισμένος
    • ασφαλισμένος
    • αποκλεισμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοιχτός
    • ξεκλειδωμένος
    2
  4. Ορισμός
    • Είναι σε κατάσταση που δεν μπορεί να ανοίξει ή να μετακινηθεί λόγω κλειδώματος.
    • Χαρακτηρίζει κάτι που είναι προστατευμένο ή αποκλεισμένο από πρόσβαση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσαμε να μπούμε.
    • Το κινητό του ήταν κλειδωμένο με κωδικό.
    2