Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειδωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
κλειδωμένο
-
κλεισμένος
-
κλεμμένος
-
κλειδί
-
καρφωμένος
)
Συνώνυμα
κλεισμένος
ασφαλισμένος
αποκλεισμένος
3
Αντώνυμα
ανοιχτός
ξεκλειδωμένος
2
Ορισμός
Είναι σε κατάσταση που δεν μπορεί να ανοίξει ή να μετακινηθεί λόγω κλειδώματος.
Χαρακτηρίζει κάτι που είναι προστατευμένο ή αποκλεισμένο από πρόσβαση.
2
Παραδείγματα
Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και δεν μπορούσαμε να μπούμε.
Το κινητό του ήταν κλειδωμένο με κωδικό.
2