Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλιματιστικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κλιματικός
-
κλιματισμός
-
φωτιστικό
-
καθιστικό
)
Συνώνυμα
ψυκτικό
κλιματικό μηχάνημα
2
Αντώνυμα
θερμάστρα
καλοριφέρ
2
Ορισμός
Μηχάνημα που ρυθμίζει τη θερμοκρασία και την υγρασία του αέρα σε έναν κλειστό χώρο.
Συσκευή που χρησιμοποιείται για ψύξη ή θέρμανση του αέρα σε εσωτερικούς χώρους.
2
Παραδείγματα
Το κλιματιστικό δουλεύει όλη μέρα για να κρατάει το δωμάτιο δροσερό.
Έβαλα το κλιματιστικό σε θέρμανση γιατί ένιωθα κρύο.
2