1. Λέξη
    κλιματιστικό (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κλιματικός - κλιματισμός - φωτιστικό - καθιστικό)
  2. Συνώνυμα
    • ψυκτικό
    • κλιματικό μηχάνημα
    2
  3. Αντώνυμα
    • θερμάστρα
    • καλοριφέρ
    2
  4. Ορισμός
    • Μηχάνημα που ρυθμίζει τη θερμοκρασία και την υγρασία του αέρα σε έναν κλειστό χώρο.
    • Συσκευή που χρησιμοποιείται για ψύξη ή θέρμανση του αέρα σε εσωτερικούς χώρους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κλιματιστικό δουλεύει όλη μέρα για να κρατάει το δωμάτιο δροσερό.
    • Έβαλα το κλιματιστικό σε θέρμανση γιατί ένιωθα κρύο.
    2