Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καθιστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
καθαριστικό
-
καθιστώ
-
καθιστός
-
καθοριστικός
-
καθαρτικό
-
κλιματιστικό
)
Συνώνυμα
αποκαρδιωτικό
αποθαρρυντικό
καταθλιπτικό
3
Αντώνυμα
ενθαρρυντικό
ευχάριστο
ανασταλτικό
3
Ορισμός
Που προκαλεί απογοήτευση ή θλίψη.
Που μειώνει το ηθικό ή την προθυμία.
2
Παραδείγματα
Η απάντησή του ήταν καθιστικό για όλους μας.
Το κλίμα στη συνάντηση ήταν καθιστικό.
2