1. Λέξη
    καθιστικό (επίθετο) - (παρόμοια: καθαριστικό - καθιστώ - καθιστός - καθοριστικός - καθαρτικό - κλιματιστικό)
  2. Συνώνυμα
    • αποκαρδιωτικό
    • αποθαρρυντικό
    • καταθλιπτικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενθαρρυντικό
    • ευχάριστο
    • ανασταλτικό
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί απογοήτευση ή θλίψη.
    • Που μειώνει το ηθικό ή την προθυμία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η απάντησή του ήταν καθιστικό για όλους μας.
    • Το κλίμα στη συνάντηση ήταν καθιστικό.
    2