Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κοιμητήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κτήριο
-
κρατητήριο
-
κομμωτήριο
-
κοιμηθώ
)
Συνώνυμα
νεκροταφείο
κρεματόριο
τάφος
3
Αντώνυμα
ζωή
γέννηση
ζωντάνια
3
Ορισμός
Χώρος όπου θάβονται οι νεκροί.
Κτίριο ή χώρος όπου φυλάσσονται οι σοροί πριν την ταφή ή την αποτέφρωσή τους.
2
Παραδείγματα
Το κοιμητήριο της πόλης βρίσκεται στην άκρη του χωριού.
Κάθε χρόνο, την ημέρα των νεκρών, επισκέπτονται το κοιμητήριο για να τιμήσουν τους συγγενείς τους.
2