1. Λέξη
    κοιμητήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κτήριο - κρατητήριο - κομμωτήριο - κοιμηθώ)
  2. Συνώνυμα
    • νεκροταφείο
    • κρεματόριο
    • τάφος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζωή
    • γέννηση
    • ζωντάνια
    3
  4. Ορισμός
    • Χώρος όπου θάβονται οι νεκροί.
    • Κτίριο ή χώρος όπου φυλάσσονται οι σοροί πριν την ταφή ή την αποτέφρωσή τους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κοιμητήριο της πόλης βρίσκεται στην άκρη του χωριού.
    • Κάθε χρόνο, την ημέρα των νεκρών, επισκέπτονται το κοιμητήριο για να τιμήσουν τους συγγενείς τους.
    2