1. Λέξη
    κρατητήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κριτήριο - παρατηρητήριο - κατηγορητήριο - κτήριο - κοιμητήριο - κρατηθώ)
  2. Συνώνυμα
    • απόδειξη
    • παραστατικό
    • βεβαίωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • απόρριψη
    • άρνηση
    2
  4. Ορισμός
    • Έγγραφο ή αντικείμενο που αποδεικνύει ή επιβεβαιώνει κάτι.
    • Στοιχείο που χρησιμοποιείται ως απόδειξη ή τεκμήριο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το κρατητήριο της αγοράς χρειάζεται για την επιστροφή του προϊόντος.
    • Ο ελεγκτής ζήτησε να δει το κρατητήριο της συναλλαγής.
    2