Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρατητήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κριτήριο
-
παρατηρητήριο
-
κατηγορητήριο
-
κτήριο
-
κοιμητήριο
-
κρατηθώ
)
Συνώνυμα
απόδειξη
παραστατικό
βεβαίωση
3
Αντώνυμα
απόρριψη
άρνηση
2
Ορισμός
Έγγραφο ή αντικείμενο που αποδεικνύει ή επιβεβαιώνει κάτι.
Στοιχείο που χρησιμοποιείται ως απόδειξη ή τεκμήριο.
2
Παραδείγματα
Το κρατητήριο της αγοράς χρειάζεται για την επιστροφή του προϊόντος.
Ο ελεγκτής ζήτησε να δει το κρατητήριο της συναλλαγής.
2