1. Συνώνυμα
    • κινώ
    • ταρακουνώ
    • σείω
    3
  2. Αντώνυμα
    • σταθεροποιώ
    • ακινητοποιώ
    2
  3. Ορισμός
    • Να προκαλώ κίνηση σε κάτι ή κάποιον.
    • Να μετακινώ κάτι από τη θέση του.
    • Να προκαλώ ταλάντωση ή δόνηση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Κούνησε το δέντρο για να πέσουν τα φρούτα.
    • Η αγωνία της κούνησε τη φωνή της.
    • Ο άνεμος κουνάει τα κλαδιά των δέντρων.
    3