Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κινούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συγκινούμαι
-
μετακινούμαι
-
κινούμενος
-
δονούμαι
-
αρνούμαι
-
κρατούμαι
)
Συνώνυμα
μετακινούμαι
κυλώ
πηγαίνω
3
Αντώνυμα
ακινώ
παραμένω
σταματώ
3
Ορισμός
Να αλλάζω θέση ή να μεταβάλλω τη θέση μου στο χώρο.
Να εκτελώ μια δράση ή να συμμετέχω σε μια δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Κινούμαι προσεκτικά για να μην πέσω.
Κινούμαι συνεχώς μεταξύ της δουλειάς και του σπιτιού.
2