1. Λέξη
    κρατά (ρήμα) - (παρόμοια: κρατάω - κρατάμε - κρατώ - κρατηθώ - κρατήσω - κραχ - κρας - κρακ - κρατήρας - κρατικός)
  2. Συνώνυμα
    • κυριεύω
    • κατέχω
    • διατηρώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • εγκαταλείπω
    • χάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να έχω κάτι στα χέρια μου ή υπό τον έλεγχό μου.
    • Να διατηρώ μια κατάσταση ή μια σχέση.
    • Να συνεχίζω να κάνω κάτι χωρίς να σταματάω.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Κράτα το βιβλίο σου σταθερό για να διαβάσεις.
    • Κράτα την ψυχραιμία σου σε δύσκολες στιγμές.
    • Κράτα επαφή με τους φίλους σου.
    3