1. Λέξη
    κρεμάστρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κρεμάσω - κρεμάσει - κρεμάω - κρεμάλα)
  2. Συνώνυμα
    • κρεμαστήρας
    • κρεμαστήρι
    • κρεμαστήριο
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Είδος επίπλου ή εξαρτήματος όπου κρεμιούνται ρούχα ή άλλα αντικείμενα.
    • Συσκευή ή κατασκευή που χρησιμοποιείται για την αναρρίχηση ή την ανάρτηση αντικειμένων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κρεμάστρα στο μπάνιο είναι γεμάτη με πετσέτες.
    • Χρειάζομαι μια κρεμάστρα για τα παλτά.
    2