Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρεμάστρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κρεμάσω
-
κρεμάσει
-
κρεμάω
-
κρεμάλα
)
Συνώνυμα
κρεμαστήρας
κρεμαστήρι
κρεμαστήριο
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Είδος επίπλου ή εξαρτήματος όπου κρεμιούνται ρούχα ή άλλα αντικείμενα.
Συσκευή ή κατασκευή που χρησιμοποιείται για την αναρρίχηση ή την ανάρτηση αντικειμένων.
2
Παραδείγματα
Η κρεμάστρα στο μπάνιο είναι γεμάτη με πετσέτες.
Χρειάζομαι μια κρεμάστρα για τα παλτά.
2