1. Λέξη
    κρεμάω (ρήμα) - (παρόμοια: κρεμάλα - κρεμάσω - κρεμάσει - κρεμώ - κρεμάστρα)
  2. Συνώνυμα
    • κρεμώ
    • αναρτώ
    • καρφώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκολλώ
    • αποσπώ
    • κατεβάζω
    3
  4. Ορισμός
    • να τοποθετήσω κάτι σε ψηλό σημείο ώστε να κρέμεται
    • να αφήσω κάτι να κρέμεται ελεύθερα
    • να εκτελέσω κάποιον με κρέμασμα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Θα κρεμάσω το πίνακα στον τοίχο.
    • Η κουρτίνα κρέμεται από το παράθυρο.
    • Στην αρχαιότητα, οι εγκληματίες κρεμόντουσαν δημόσια.
    3