Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρεμάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
κρεμάσει
-
κρεμάστρα
-
κρεμάω
-
κρεμάλα
-
κρεμώ
)
Συνώνυμα
κρεμώ
αναρτώ
κρεμάω
3
Αντώνυμα
ξεκολλώ
αποσπώ
κατεβάζω
3
Ορισμός
να τοποθετήσω κάτι σε ύψος, συνήθως με τη βοήθεια κάποιου σχοινιού ή άλλου μέσου
να αφήσω κάτι να κρέμεται ελεύθερα
(μεταφορικά) να βάλω κάποιον σε δύσκολη θέση ή να τον αφήσω σε αναμονή
3
Παραδείγματα
Θα κρεμάσω το πίνακα στον τοίχο.
Η κουρτίνα κρέμεται από το παράθυρο.
Μην κρεμάσεις τόσο πολύ τη δουλειά σου, θα σε απολύσουν.
3