Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρεμάλα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κρεμάω
-
κρεμάσω
-
κρεμάσει
-
κρεμώ
-
κρεμάστρα
)
Συνώνυμα
απαγχονισμός
κρέμασμα
2
Αντώνυμα
απελευθέρωση
σωτηρία
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρεμάω κάποιον από το λαιμό με σκοπό την εκτέλεση ή την αυτοκτονία.
Μια μορφή εκτέλεσης όπου ο καταδικασμένος κρέμεται από το λαιμό μέχρι θανάτου.
Στην παιδική παιχνιδιού, ένας τύπος παιχνιδιού όπου οι παίκτες προσπαθούν να μαντέψουν μια λέξη με βάση γράμματα που αποκαλύπτονται σταδιακά.
3
Παραδείγματα
Η κρεμάλα ήταν μια κοινή μέθοδος εκτέλεσης στο παρελθόν.
Στο παιχνίδι της κρεμάλας, ο παίκτης πρέπει να μαντέψει τη λέξη πριν ολοκληρωθεί το σχέδιο της κρεμάλας.
2