1. Λέξη
    κριθώ (ρήμα) - (παρόμοια: κριθάρι - κριλ - συγκριθώ)
  2. Συνώνυμα
    • κρίνω
    • αποφασίζω
    • εκτιμώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • αποφεύγω
    • αποσιωπώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να σχηματίζω μια γνώμη ή απόφαση για κάτι μετά από προσεκτική εξέταση.
    • Να κρίνω ή να αξιολογώ κάποιον ή κάτι με βάση συγκεκριμένα κριτήρια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικαστής θα κριθούν τα στοιχεία πριν πάρει την απόφασή του.
    • Δεν πρέπει να κρίνουμε τους άλλους χωρίς να γνωρίζουμε όλες τις πληροφορίες.
    2