1. Λέξη
    υποκριτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: υποκριτική - υποκριτικός - ανταποκριτής - υποκρισία - κριτής)
  2. Συνώνυμα
    • προσποιητής
    • θιασώτης
    • ηθοποιός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ειλικρινής
    • αυθεντικός
    • γνήσιος
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που προσποιείται συναισθήματα ή πεποιθήσεις που δεν έχει.
    • Ηθοποιός που υποδύεται ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις ή κινηματογραφικές ταινίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υποκριτής έπαιξε τον ρόλο του βασιλιά με μεγάλη δεξιοτεχνία.
    • Μην είσαι υποκριτής και μην λες ψέματα για τα συναισθήματά σου.
    2