Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
υποκριτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
υποκριτική
-
υποκριτικός
-
ανταποκριτής
-
υποκρισία
-
κριτής
)
Συνώνυμα
προσποιητής
θιασώτης
ηθοποιός
3
Αντώνυμα
ειλικρινής
αυθεντικός
γνήσιος
3
Ορισμός
Πρόσωπο που προσποιείται συναισθήματα ή πεποιθήσεις που δεν έχει.
Ηθοποιός που υποδύεται ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις ή κινηματογραφικές ταινίες.
2
Παραδείγματα
Ο υποκριτής έπαιξε τον ρόλο του βασιλιά με μεγάλη δεξιοτεχνία.
Μην είσαι υποκριτής και μην λες ψέματα για τα συναισθήματά σου.
2