Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κρυφά (επίρρημα) - (παρόμοια:
κρυφός
-
κρυφτώ
-
κρυφτό
)
Συνώνυμα
λάθρα
κρυφίως
κρυφί
3
Αντώνυμα
ανοιχτά
φανερά
δημόσια
3
Ορισμός
Με τρόπο που δεν είναι εμφανής ή γνωστός στους άλλους.
Χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τους γύρω.
2
Παραδείγματα
Μίλησαν κρυφά για να μην τα μάθει κανείς.
Έβαλε τα χρήματα κρυφά στην τσέπη του.
2