1. Λέξη
    κρυφός (επίθετο) - (παρόμοια: κρυφά - αποκρυφός - κρυφτώ - κουφός - κρυφτό)
  2. Συνώνυμα
    • απόκρυφος
    • κρυμμένος
    • μυστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • φανερός
    • εμφανής
    • ανοιχτός
    3
  4. Ορισμός
    • που δεν είναι εμφανής ή γνωστός σε όλους
    • που κρύβεται ή παραμένει αθέατος
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κρυφός του εχθρός τον παρακολουθούσε από μακριά.
    • Η κρυφή επιθυμία της ήταν να ταξιδέψει σε μακρινές χώρες.
    2