Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυματίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
τραυματίζω
-
σχηματίζω
-
τερματίζω
)
Συνώνυμα
αναδεύομαι
κλονίζομαι
ταλαντεύομαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
σταθεροποιούμαι
2
Ορισμός
Κινώμαι με κύματα ή να δημιουργώ κύματα.
Μεταβάλλομαι ή μετακινούμαι με τρόπο που θυμίζει κύματα.
Εμφανίζω διακυμάνσεις ή αλλαγές.
3
Παραδείγματα
Το φόρεμά της κυματίζει με τον αέρα.
Τα σιτάρια κυματίζουν στο χωράφι.
Οι τιμές των μετοχών κυματίζουν συνεχώς.
3