1. Λέξη
    κυματίζω (ρήμα) - (παρόμοια: τραυματίζω - σχηματίζω - τερματίζω)
  2. Συνώνυμα
    • αναδεύομαι
    • κλονίζομαι
    • ταλαντεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • σταθεροποιούμαι
    2
  4. Ορισμός
    • Κινώμαι με κύματα ή να δημιουργώ κύματα.
    • Μεταβάλλομαι ή μετακινούμαι με τρόπο που θυμίζει κύματα.
    • Εμφανίζω διακυμάνσεις ή αλλαγές.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το φόρεμά της κυματίζει με τον αέρα.
    • Τα σιτάρια κυματίζουν στο χωράφι.
    • Οι τιμές των μετοχών κυματίζουν συνεχώς.
    3