Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σχηματίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
στοιχηματίζω
-
σχηματίζομαι
-
σχηματικός
-
σχηματισμός
-
κυματίζω
-
προβληματίζω
)
Συνώνυμα
δημιουργώ
συνθέτω
κατασκευάζω
μορφοποιώ
4
Αντώνυμα
καταστρέφω
διαλύω
αποσυνθέτω
3
Ορισμός
Να δίνω σε κάτι μια συγκεκριμένη μορφή ή δομή.
Να δημιουργώ κάτι συνδυάζοντας διάφορα στοιχεία.
Να οργανώνω ή να διαμορφώνω μια ιδέα ή ένα πλάνο.
3
Παραδείγματα
Οι μαθητές σχημάτισαν μια ομάδα για το σχολικό έργο.
Οι νέφη σχηματίζουν διάφορες μορφές στον ουρανό.
Η κυβέρνηση σχηματίζει μια νέα πολιτική για την εκπαίδευση.
3