1. Συνώνυμα
    • πληγώνω
    • βλάπτω
    • καταστρέφω
    3
  2. Αντώνυμα
    • θεραπεύω
    • γιατρεύω
    • επισκευάζω
    3
  3. Ορισμός
    • Να προκαλώ σωματικό τραύμα ή βλάβη σε κάποιον ή κάτι.
    • Να προκαλώ ψυχικό πόνο ή θλίψη.
    • Να καταστρέφω ή να βλάπτω τη φήμη ή την υπόληψη κάποιου.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο ποδοσφαιριστής τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια του αγώνα.
    • Τα λόγια της μπορεί να τραυμάτισαν τα αισθήματά του.
    • Η δημοσίευση αυτή μπορεί να τραυμάτισει την εικόνα της εταιρείας.
    3