Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραυματίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
τραυματίας
-
τραυματίζομαι
-
τραυματικός
-
κυματίζω
-
τραυματισμός
-
τερματίζω
-
τραυματισμένος
)
Συνώνυμα
πληγώνω
βλάπτω
καταστρέφω
3
Αντώνυμα
θεραπεύω
γιατρεύω
επισκευάζω
3
Ορισμός
Να προκαλώ σωματικό τραύμα ή βλάβη σε κάποιον ή κάτι.
Να προκαλώ ψυχικό πόνο ή θλίψη.
Να καταστρέφω ή να βλάπτω τη φήμη ή την υπόληψη κάποιου.
3
Παραδείγματα
Ο ποδοσφαιριστής τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Τα λόγια της μπορεί να τραυμάτισαν τα αισθήματά του.
Η δημοσίευση αυτή μπορεί να τραυμάτισει την εικόνα της εταιρείας.
3