Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τερματίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
τερματίσω
-
τερματίζομαι
-
τερματικό
-
τραυματίζω
-
τερματισμός
-
κυματίζω
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνω
σταματώ
τελειώνω
3
Αντώνυμα
ξεκινώ
αρχίζω
επιχειρώ
3
Ορισμός
1. Φέρνω κάτι στο τέλος του, το ολοκληρώνω.
2. Βάζω τέλος σε μια διαδικασία ή δραστηριότητα.
3. (αθλητισμός) Φτάνω στη γραμμή τερματισμού.
3
Παραδείγματα
Ο δρόμος τερματίζει σε ένα μικρό χωριό.
Ο αθλητής τερμάτισε πρώτος στον αγώνα.
Η συνάντηση τερματίστηκε νωρίς λόγω έκτακτης ανάγκης.
3