1. Συνώνυμα
    • ολοκληρώνω
    • σταματώ
    • τελειώνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ξεκινώ
    • αρχίζω
    • επιχειρώ
    3
  3. Ορισμός
    • 1. Φέρνω κάτι στο τέλος του, το ολοκληρώνω.
    • 2. Βάζω τέλος σε μια διαδικασία ή δραστηριότητα.
    • 3. (αθλητισμός) Φτάνω στη γραμμή τερματισμού.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος τερματίζει σε ένα μικρό χωριό.
    • Ο αθλητής τερμάτισε πρώτος στον αγώνα.
    • Η συνάντηση τερματίστηκε νωρίς λόγω έκτακτης ανάγκης.
    3