Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυνηγετικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ηγετικός
-
κυνηγός
-
κυνικός
-
κυνηγώ
)
Συνώνυμα
θηρευτικός
κυνηγόσκυλος
κυνηγιάρικος
3
Αντώνυμα
ακίνδυνος
ειρηνικός
φιλικός
3
Ορισμός
Σχετικός με το κυνήγι ή τους κυνηγούς.
Που έχει σχέση με την πρακτική ή την τέχνη του κυνηγιού.
Που χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα ή δριμύτητα, όπως στο κυνήγι.
3
Παραδείγματα
Ο κυνηγετικός σύλλογος οργάνωσε μια εκδρομή για τα μέλη του.
Η κυνηγετική άδεια είναι απαραίτητη για να κυνηγήσει κανείς νόμιμα.
Το σκυλί του έχει έντονα κυνηγετικά ένστικτα.
3