1. Λέξη
    κυνηγετικός (επίθετο) - (παρόμοια: ηγετικός - κυνηγός - κυνικός - κυνηγώ)
  2. Συνώνυμα
    • θηρευτικός
    • κυνηγόσκυλος
    • κυνηγιάρικος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακίνδυνος
    • ειρηνικός
    • φιλικός
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με το κυνήγι ή τους κυνηγούς.
    • Που έχει σχέση με την πρακτική ή την τέχνη του κυνηγιού.
    • Που χαρακτηρίζεται από επιθετικότητα ή δριμύτητα, όπως στο κυνήγι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο κυνηγετικός σύλλογος οργάνωσε μια εκδρομή για τα μέλη του.
    • Η κυνηγετική άδεια είναι απαραίτητη για να κυνηγήσει κανείς νόμιμα.
    • Το σκυλί του έχει έντονα κυνηγετικά ένστικτα.
    3