1. Συνώνυμα
    • διώκω
    • καταδιώκω
    • επιδιώκω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • φεύγω
    • απομακρύνομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να προσπαθείς να πιάσεις ή να σκοτώσεις ένα ζώο για φαγητό ή για άθλημα.
    • Να ακολουθείς κάποιον ή κάτι με επιμονή για να τον πιάσεις ή να τον σταματήσεις.
    • Να επιδιώκεις κάτι με θέρμη και επιμονή.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι κυνηγοί κυνηγούν τα ελάφια στο δάσος.
    • Η αστυνομία κυνηγάει τον δραπέτη εδώ και ώρες.
    • Κυνηγάει το όνειρό του να γίνει διάσημος ηθοποιός.
    3