Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυνηγώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κυνηγός
-
κυνηγάω
-
κυνηγητό
-
κυνηγήσω
-
κυνηγήσουν
-
κυνηγετικός
-
κυνηγόσκυλο
-
κυνηγημένος
)
Συνώνυμα
διώκω
καταδιώκω
επιδιώκω
3
Αντώνυμα
αποφεύγω
φεύγω
απομακρύνομαι
3
Ορισμός
Να προσπαθείς να πιάσεις ή να σκοτώσεις ένα ζώο για φαγητό ή για άθλημα.
Να ακολουθείς κάποιον ή κάτι με επιμονή για να τον πιάσεις ή να τον σταματήσεις.
Να επιδιώκεις κάτι με θέρμη και επιμονή.
3
Παραδείγματα
Οι κυνηγοί κυνηγούν τα ελάφια στο δάσος.
Η αστυνομία κυνηγάει τον δραπέτη εδώ και ώρες.
Κυνηγάει το όνειρό του να γίνει διάσημος ηθοποιός.
3